- φιξάρω
- Ν1. (ιδίως σχετικά με χρώμα) σταθεροποιώ κάτι ώστε να μείνει αναλλοίωτο2. οριστικοποιώ («πρέπει να φιξάρουμε το ραντεβού»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιξ + κατάλ. -άρω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιξάρω — φιξάρω, φιξάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φιξάρω — (λ. γαλλ.), φιξάρισα, φιξαρίστηκα, φιξαρισμένος, μτβ., σταθεροποιώ, μονιμοποιώ, κάνω κάτι σταθερό, αναλλοίωτο, μόνιμο (ιδίως για χρώματα, φωτοτυπίες κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιξάρισμα — το, Ν [φιξάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φιξάρω … Dictionary of Greek